Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Απίστευτο και όμως ελληνικό: Χάθηκε λίστα με 1.700 φοροφυγάδες




Η Κατερίνα Φραντζεσκάκη δείχνει να έχει βρει την ησυχία της. Βετεράνος 32 χρόνια στο υπουργείο Οικονομικών, τα 25 από αυτά στις ελεγκτικές υπηρεσίες, τον Νοέμβριο του 2012 παραιτήθηκε από τη θέση της διευθύντριας Ελέγχων του υπουργείου.


Ένα χρόνο νωρίτερα, είχε εκπληρώσει το νεανικό της όνειρο: πέτυχε στις εξετάσεις της Ιατρικής και φοιτούσε ήδη ως πρωτοετής φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας.

«Τον τελευταίο χρόνο, δεν μπορώ καν να ακούω ειδήσεις για τα οικονομικά. Παθαίνω αλλεργία», δηλώνει στην «Καθημερινή», ένα ηλιόλουστο απόγευμα του Φεβρουαρίου.

Η κύρια αιτία της… αλλεργίας ήταν τα τελευταία τρία χρόνια της στο υπουργείο Οικονομικών, κατά τα οποία βρέθηκε στο επίκεντρο της προσπάθειας ανασύνταξης της καταπολέμησης της μεγάλης φοροδιαφυγής. Η εμπειρία της αποτελεί μία θλιβερή υπενθύμιση της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να αλλάξει νοοτροπία και δημιουργεί εύλογους φόβους για τη μακροβιότητα των μεταρρυθμίσεων που έχουν προωθηθεί, διά πυρός και σιδήρου, μετά την αποχώρηση των ξένων «κηδεμόνων» μας.

Παράλληλα, ωστόσο, είναι σαφές ότι υπάρχει πλέον στη φορολογική διοίκηση –παρά τα πισωγυρίσματα, τις μάχες οπισθοφυλακής του παλαιού καθεστώτος, τις αβελτηρίες και τις υπερβολές– ένα νομοθετικό πλαίσιο, μία θεσμική αρχιτεκτονική και μία διοικητική οργάνωση, εκεί όπου πριν από το 2010 δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα. Για πολύ καιρό πριν η χώρα οδηγηθεί στην προσφυγή στους επίσημους δανειστές της, παρά τα παχιά λόγια διαδοχικών κυβερνήσεων, ο φοροελεγκτικός μηχανισμός δεν αποτελούσε αντικείμενο σοβαρής μελέτης. Το βαθύτερο αίτιο, κατά τον Γιώργο Σταθάκη, τομεάρχη Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ, «είναι η συστηματική ανοχή, η ιδιότυπη ασυλία έναντι της φοροδιαφυγής των ευκατάστατων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία 30 χρόνια. Η ασυλία αυτή αντανακλάται στη διαχρονική, μεγάλη υστέρηση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων –των μη μισθωτών– ως ποσοστού του ΑΕΠ στην Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».


Η κ. Φραντζεσκάκη τοποθετήθηκε επικεφαλής μιας εκ των πέντε ομάδων εμπειρογνωμόνων του υπουργείου που συστάθηκαν με το Μνημόνιο. Η ομάδα της εστίασε στη φοροδιαφυγή φυσικών προσώπων μεγάλου πλούτου. Αργότερα, ως διευθύντρια Ελέγχων του υπουργείου, θα είχε την ευκαιρία να εφαρμόσει τις νέες μεθόδους που ανέπτυξε με την πενταμελή της ομάδα. Ηταν μία περίοδος που θα την έφερνε σε ευθεία σύγκρουση με βαθιά ριζωμένες πρακτικές των συναδέλφων της και με ένα σύστημα που επέτρεπε, προ κρίσης, ετήσιες απώλειες εσόδων 15 δισ. ευρώ από διαφυγόντες φόρους, συμπεριλαμβανομένων 8 δισ. μόνο από τη μη καταβολή ΦΠΑ (οι αριθμοί αυτοί θα αυξάνονταν κατά τη διάρκεια της κρίσης). Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…

Φόροι 120 εκατ. ευρώ, εισπράξεις μόνο του 1%

Τα πέντε μέλη της ομάδας Φραντζεσκάκη επελέγησαν από την ίδια, βάσει βιογραφικού και συνέντευξης – ήδη μία δραστική απόκλιση από την «επετηριδοκρατία» που χαρακτηρίζει το υπουργείο. Οπως δηλώνει η ίδια στην «Κ», «η λογική ήταν ότι θα ήμαστε τελείως ανεξάρτητοι από τις υπόλοιπες υπηρεσίες».

Εκμυστηρεύεται ότι συχνά ένιωθε «άβολα» στη συνεργασία της με τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας και τις διαπιστώσεις τους. «Χρειάστηκε να έρθουν ξένοι ειδικοί για να βρούμε λύσεις που έπρεπε να είχαμε βρει μόνοι μας χρόνια τώρα», παρατηρεί με θλίψη, «και που ακόμα τις προωθούμε με το ζόρι».

Εκεί που είναι ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα είναι στις σχέσεις της ομάδας με τον μηχανισμό του υπουργείου, που τους βλέπει ανταγωνιστικά, «ενώ εμείς δεν είχαμε θεσμική εξουσία να δώσουμε εντολές σε κανένα». Επιπλέον, η αποκάλυψη του κρυμμένου πλούτου καθίστατο ιδιαίτερα δυσχερής επειδή «τότε ακόμη τίποτα δεν ήταν μηχανογραφημένο».

«Η δυνατότητα αναζήτησης στοιχείων εξαρτιόταν από το πόσο οργανωμένο ήταν το αρχείο που τηρούσε ο διευθυντής της εκάστοτε ΔΟΥ – ζήτημα που ήταν στη διακριτική του ευχέρεια», παρατηρεί η κ. Φραντζεσκάκη. Ο υπουργός είχε δυνατότητα να μετακινήσει έναν διευθυντή ΔΟΥ σε άλλη εφορία, αλλά δεν μπορούσε να τον παύσει ούτε να προσλάβει κάποιον πιο ικανό από την αγορά.

Παρά την έλλειψη οργάνωσης και τον εσωτερικό πόλεμο, η ομάδα Φραντζεσκάκη βρήκε σύντομα το «πρώτο σκαλοπάτι» που θα την οδηγούσε στην ανεύρεση των εθνικών πρωταθλητών της φοροδιαφυγής. Λαμβάνοντας στοιχεία για τις αγοραπωλησίες ακινήτων μεταξύ 2003-10, έφτιαξαν μία λίστα με τα ΑΦΜ φυσικών προσώπων που είχαν πληρώσει φόρο μεταβίβασης άνω των 20.000 ευρώ. «Στο 80% των περιπτώσεων ήταν εργολάβοι, αρχιτέκτονες ή μηχανικοί», σημειώνει το πρώην στέλεχος του υπουργείου. «Παρουσίαζαν τις συναλλαγές –ενίοτε διψήφιο αριθμό μέσα σε ένα χρόνο– ως ιδιωτικές αντί για επαγγελματικές, για να αποφύγουν την επιπλέον φορολογική επιβάρυνση».

Κατόπιν περαιτέρω επεξεργασίας, η ομάδα κατέληξε σε μία λίστα με 1.700 περίπου άτομα. Η «μερίδα του λέοντος», όπως αναφέρει η επικεφαλής της ομάδας, εξακολουθούσε να ανήκει στον κατασκευαστικό κλάδο, αλλά «υπήρχαν οι πάντες, συμπεριλαμβανομένων δημοσίων υπαλλήλων και πολιτικών».

Τον Σεπτέμβριο του 2011, η κ. Φραντζεσκάκη διορίζεται διευθύντρια Ελέγχων και αποκτά την εξουσία να κατευθύνει η ίδια τη χρήση των ευρημάτων της ομάδας της (η οποία θα διαλυθεί μαζί με τις άλλες λίγους μήνες αργότερα και το έργο τους θα περάσει στις διοικητικές υπηρεσίες του υπουργείου). Τον ίδιο μήνα ξεκινούν και οι έλεγχοι της «λίστας των 1.700» – αλλά όχι με τον παραδοσιακό τρόπο.

«Δεν θέλαμε να δώσουμε τους ελέγχους στις κατά τόπους εφορίες, γιατί σε τοπικό επίπεδο, οι γνωριμίες με τον μεγάλο φορολογούμενο της περιοχής είναι πιο στενές, ενώ πολλές ΔΟΥ ήταν υποστελεχωμένες», εξηγεί η κ. Φραντζεσκάκη. «Αντ’ αυτού, επιλέξαμε 100 έμπειρους ελεγκτές του υπουργείου». Τα τριμελή συνεργεία των ελεγκτών αυτών δεν βρήκαν τον δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα. Οι πολεοδομίες και οι ΔΟΥ δεν ανταποκρίνονταν με τη σπουδή που οι περιστάσεις απαιτούσαν.

Παράλληλα, ξεκίνησε ένα κύμα μεταβιβάσεων ακινήτων από τους… κατά συρροήν αγοραστές, για να αποφύγουν τους επιπλέον φόρους. Υστερα από ενημέρωση της κ. Φραντζεσκάκη στους διευθυντές ΔΟΥ, εκείνοι «πάγωσαν» τη δυνατότητα μεταβιβάσεων από πρόσωπα υπό υποψία φοροδιαφυγής. «Αυτό προκάλεσε τρομερές αντιδράσεις – πήγαιναν στα γραφεία υπουργών να διαμαρτυρηθούν», αφηγείται. Αυτή η πίεση, όπως τονίζει, δεν μεταβιβάστηκε στην ίδια. Ωστόσο, μιλάει για ελεγκτές των συνεργείων που της ανέφεραν περιπτώσεις άνωθεν παρεμβάσεων, κυρίως από διοικητικά στελέχη του υπουργείου που ζητούσαν να μάθουν γιατί ελέγχεται κάποιο άτομο.

Οι έλεγχοι, πάντως, προχωρούν. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, έχουν ελεγχθεί 700 άτομα. Τα αποτελέσματα, σύμφωνα με την κ. Φραντζεσκάκη, είναι «πολύ καλά» – όχι μόνο σχετικά με τα ποσά που καταλογίζονται, αλλά και επειδή από την έρευνα προκύπτουν νέες υποθέσεις για έλεγχο.

Εν τω μεταξύ, έχουν ξεκινήσει οι διεργασίες για τη δημιουργία μιας νέας μονάδας που θα αναλάβει κεντρικά τη διαχείριση της μεγάλης φοροδιαφυγής. Η μονάδα –το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ)– ξεκινάει τη λειτουργία της τον Αύγουστο του 2013.

Οι έλεγχοι της λίστας των 1.700, ωστόσο, έχουν μεταβιβαστεί από τον Νοέμβριο του 2012 στο Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο Αθηνών (έχει πλέον καταργηθεί) και τα τριμελή συνεργεία έχουν διαλυθεί, με πρωτοβουλία του υφυπουργού Γ. Μαυραγάνη. Η κ. Φραντζεσκάκη θεωρεί ακατανόητη την κίνηση. «Θα έπρεπε να συνεχιστούν οι έλεγχοι από τα συνεργεία μέχρι να ιδρυθεί η νέα υπηρεσία και μετά οι ίδιοι ελεγκτές να μεταπηδήσουν σε αυτήν». Κατά τα άλλα, όπως αναφέρει, έως τον Ιούνιο του 2012 –όταν τα σχέδια της νέας κυβέρνησης οδήγησαν σε αναστολή της ελεγκτικής δραστηριότητας– είχαν καταλογιστεί 120 εκατ. ευρώ φόροι από τη λίστα, αλλά είχε εισπραχθεί μόνο το 1%…

Ερωτήματα για το ξήλωμα του μηχανισμού

Ήδη, πριν από την έλευση της τρόικας, τον Μάρτιο του 2010, ένα από τα δύο πολυάριθμα (περίπου 20 ατόμων) τεχνικά κλιμάκια του ΔΝΤ που έφτασαν στην Αθήνα είχε ως αντικείμενο τη φορολογική διοίκηση και τη φοροδιαφυγή. Αυτά που ανακάλυψαν οι ειδικοί του Ταμείου σίγουρα τους εντυπωσίασαν: έλεγχοι χωρίς ανάλυση ρίσκου, που δεν μπορούσαν να ολοκληρωθούν, οδηγώντας σε διαδοχικές περαιώσεις· ένα νομοθετικό πλαίσιο που αποθάρρυνε τη συμμόρφωση, με χαμηλές ποινές και προσφυγή στη φορολογική Δικαιοσύνη ουσιαστικά άνευ κόστους· περίπου ανύπαρκτη μηχανοργάνωση· ένα σώμα ελεγκτών χωρίς την απαραίτητη εξειδίκευση και με εκτεταμένη διαφθορά.

Έμαθαν, παράλληλα, για τους περίπου 750.000 – 800.000 αυτοαπασχολουμένους που, ως διά μαγείας, βρίσκονταν ελάχιστα κάτω από το αφορολόγητο όριο, όσο κι αν ήταν αυτό. Πολλοί από αυτούς ζούσαν πλουσιοπάροχα και υπήρχαν στοιχεία που το αποδείκνυαν, τα οποία όμως δεν διασταυρώνονταν. Αλλα στοιχεία, όπως για αγορές ακινήτων, καταχωνιάζονταν σε offshore εταιρείες, υπό την εξαιρετικά χαλαρή εποπτεία εφοριών όπως η περιλάλητη ΔΟΥ Κρανιδίου.

Τον ίδιο μήνα που υπογράφεται το Μνημόνιο (Μάιος 2010), το ΔΝΤ αποστέλλει στην ελληνική κυβέρνηση 50σέλιδη έκθεση όπου αναλύει τα ευρήματα αυτά. Στην έκθεση σημειώνεται ότι «η φορολογική διοίκηση είναι κατακερματισμένη, τα κεντρικά γραφεία είναι αποδυναμωμένα και οι επιχειρησιακές μέθοδοι απηρχαιωμένες. Απουσιάζουν ζωτικές πτυχές της σύγχρονης φορολογικής διοίκησης».

Στο κείμενο του αρχικού Μνημονίου το σχέδιο ορίζεται ως εξής: «Βραχυπρόθεσμα, η στρατηγική της κυβέρνησης θα επικεντρωθεί στην εξασφάλιση των εσόδων από τους φορολογουμένους με τα μεγαλύτερα εισοδήματα», μεταξύ άλλων «με τον έλεγχο των ατόμων με υψηλό πλούτο, καθώς και των αυτοαπασχολουμένων (όπου ο κίνδυνος φοροδιαφυγής είναι μεγαλύτερος), στη δίωξη των μεγαλύτερων παραβατών» και άλλα μέτρα. «Μεσοπρόθεσμα, η κυβέρνηση θα σχεδιάσει ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», που περιελάμβανε τη χρήση «μεθόδων βασισμένων στην ιεράρχηση των κινδύνων και τη δημιουργία υποδομών κεντρικού στρατηγικού σχεδιασμού». Το Μνημόνιο έθετε συγκεκριμένους διαρθρωτικούς στόχους, όπως «η εφαρμογή ενός αποτελεσματικού σχήματος διαχείρισης έργου (συμπεριλαμβανομένης της αυστηρής εποπτείας από το ΥΠΟΙΚ και πέντε ομάδες εμπειρογνωμόνων)» για την πάταξη της φοροδιαφυγής», με έμφαση στην «είσπραξη ανείσπρακτων οφειλών από τους μεγαλύτερους οφειλέτες» και «στην αναδιοργάνωση μιας μονάδας για τους μεγαλύτερους φορολογουμένους».

Ηδη από τις πρώτες εβδομάδες του ταξιδιού προς τον άγνωστο προορισμό της μεταρρύθμισης της φορολογικής διοίκησης, προκύπτουν κρίσιμα ερωτήματα σε σχέση με την εκ βάθρων ανασύσταση του φοροελεγκτικού μηχανισμού και την εφαρμογή καθολικού «πόθεν έσχες». Οι πιο δραστικές λύσεις απορρίπτονται, λόγω φόβου κατάρρευσης των εσόδων και μαζικής εκροής καταθέσεων.

Πηγή: Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου