Πιστωτική ασφυξία απειλεί την ελληνική οικονομία. Τα σημάδια έλλειψης ρευστότητας γίνονται αισθητά σε όλους τους τομείς και τα προβλήματα επιδεινώνονται κατά την προεκλογική περίοδο, καθώς έχουν δημιουργηθεί σοβαρά κενά στην άντληση πόρων και τη διοχέτευση νέων κεφαλαίων. Θέμα, με επικίνδυνες προεκτάσεις στο σύνολο της οικονομίας αλλά και στη χρηματοδότηση του ιδίου του Δημοσίου, που θα είναι από τα πρώτα τα οποία θα κληθεί να αντιμετωπίσει άμεσα η νέα κυβέρνηση.
Στην αρχή οι δύο ελληνικές συστημικές τράπεζες, η Alpha Bank και η Eurobank, υπέβαλαν αίτημα προς την Τράπεζα της Ελλάδας προκειμένου να αντλήσουν ρευστότητα, μέσω του έκτακτου μηχανισμού παροχής ρευστότητας, ELA (Emergency Liquidity Assistance), και ακολούθησαν και οι άλλες συστημικές τράπεζες σε αντίστοιχες ενέργειες άμεσα. Το πρώτο αίτημα υποβλήθηκε την Πέμπτη το βράδυ και σύμφωνα με πληροφορίες, αφορούσε το ποσό των 5 δισ. ευρώ που για να γίνει δεκτό, απαιτεί την έγκριση της ΕΚΤ, η οποία αναμένεται μέσα στην εβδομάδα. Στην κλιμάκωση των αναγκών ρευστότητας συμβάλλουν οι συνθήκες που διαμορφώνουν οι πολιτικές εξελίξεις, οι εξελίξεις στο ελβετικό «μέτωπο» και οι αυξημένες πιέσεις για κάλυψη εκδόσεων εντόκων γραμματίων.
Ωστόσο οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες και η ΤτΕ κατέθεσε επίσημο αίτημα στην ΕΚΤ και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, ακολούθησαν δηλαδή και η Πειραιώς με την Εθνική.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το ποσό που ζήτησαν προληπτικά οι τέσσερις τράπεζες υπερβαίνει κατά πολύ το αρχικό ποσό των 5 δισ. που είχε ακουστεί αρχικά. Ωστόσο, τραπεζικά στελέχη απέφευγαν να τοποθετηθούν με συγκεκριμένα νούμερα προκειμένου να μη δημιουργήσουν πανικό στην αγορά. Τόνιζαν μάλιστα ότι η κίνηση αυτή είναι καθαρά αμυντική και προληπτική, για να προλάβουν δηλαδή το πλήρες στέγνωμα της αγοράς. Συνιστούσαν δε ψυχραιμία προκειμένου να μη φύγουν κι άλλες καταθέσεις από τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια.
Γιατί τώρα;
Ο τράπεζες καταφεύγουν στον έκτακτο μηχανισμό όταν δεν μπορούν να αντλήσουν ρευστότητα από τη βασική χρηματοδότηση της ΕΚΤ διότι έχουν εξαντλήσει τις εγγυήσεις. Αν και μέχρι στιγμής δεν καταγράφονται αναλήψεις σε ανησυχητικό ρυθμό, αλλά κυρίως επειδή δεν είναι ξεκάθαρο τι θα γίνει στο τέλος Φεβρουαρίου, όταν η ΕΚΤ δεν θα κάνει δεκτά τα ομολόγα που έχουν ως ενέχυρο, οι ελληνικές τράπεζες προετοιμάζονται. Τραπεζικοί παράγοντες εμφανίζονται καθησυχαστικοί, τονίζοντας πως δεν ζούμε μέρες του 2012, καθώς και ότι ίσως τελικά να μην απαιτηθεί η χρήση της βοηθητικής γραμμής του ELA, εάν η κατάσταση εξομαλυνθεί μετά τις εκλογές.
Τι σημαίνει η προσφυγή στον ELA
Οι τράπεζες αντλούν ρευστότητά μέσα από την καταθετική τους βάση και καθώς δεν είναι δυνατόν να προσφύγουν στις αγορές, δανείζονται μέσω ΕΚΤ ή από τον ELA. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ έχει φθάσει τα 44,2 δισ. ευρώ, ποσό που σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις έχει αυξηθεί, τελευταία. Η ΕΚΤ δανείζει τις ελληνικές τράπεζες, στη βάση εγγυήσεων, με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο (0,05%). Εάν συνεκτιμηθεί μια μορφή προμήθειας που δίνουν οι τράπεζες στο Δημόσιο για τις εγγυήσεις που τους παρέχει, ο δανεισμός μέσω της ΕΚΤ κοστίζει στις τράπεζες περίπου 1,05%.
Οι εγγυήσεις αυτές αποτελούν τα ενέχυρα προς ΕΚΤ και ΕLA προκειμένου οι τράπεζες να μπορέσουν να δανειστούν, και με δεδομένο ότι η ΕΚΤ δεν θα κάνει τις εγγυήσεις αυτές δεκτές μετά το τέλος Φεβρουαρίου, οι τράπεζες καλούνται να βρουν νέες εγγυήσεις υψηλότερης διαβάθμισης, χωρίς να έχει βρεθεί ακόμη λύση.
Το κόστος δανεισμού μέσω ELA διαμορφώνεται στο 1,55% σε επίπεδο επιτοκίου συν τις 100 μονάδες βάσης, εξαιτίας της προμήθειας , επομένως «σκαρφαλώνει» στο 2,55%. Ελλάδα και Κύπρος έλαβαν παράταση έξι μηνών, έως το τέλος Ιουνίου για τη δυνατότητα χρηματοδότησής τους μέσω ELA, που δέχεται χαμηλότερης διαβάθμισης εγγυήσεις. Πρόκειται για τις εγγυήσεις του «προγράμματος Αλογοσκούφη», (Πυλώνες 1,2,3), βάσει των οποίων οι τράπεζες εκδίδουν ομόλογα με την εγγύηση του Δημοσίου προκειμένου να τα θέσουν ως ενέχυρα για τη χρηματοδότησή τους, ή το Δημόσιο εκδίδει ειδικά ομόλογα χωρίς κουπόνι και τα δίνει στις τράπεζες για τον ίδιο σκοπό.
Αυτά τα ομόλογα θα πρέπει να αντικατασταθούν με εγγυήσεις υψηλότερης διαβάθμισης για τη χρηματοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω της ΕΚΤ με μία ακόμη προϋπόθεση: Η χώρα να βρίσκεται σε πρόγραμμα προσαρμογής.
Κριτήριο που περιπλέκει τα πράγματα, αφού καθιστά πιεστική την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την τρόικα, τα ήδη υπάρχοντα ομόλογα ισχύουν μέχρι και την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου και με δεδομένες τις πολιτικές εξελίξεις, οι ημερομηνίες είναι ασφυκτικές.
Οι επιπτώσεις
Η προσφυγή στον ELA δημιουργεί σειρά προβλημάτων στις τράπεζες αλλά και στη δυναμική ανάκαμψης της οικονομίας.
Το κόστος των τραπεζών θα αυξηθεί σημαντικά και η ψαλίδα των επιτοκίων μεταξύ καταθέσεων χορηγήσεων θα διευρυνθεί, εξέλιξη που περιορίζει τα κεφάλαια που μπορούν να διατεθούν στην οικονομία για ανάπτυξη. Το πρόβλημα αυτό εντείνεται και από τον περιορισμό των καταθέσεων, που μπορεί μέχρι τώρα να μη χαρακτηρίζεται εκτεταμένος, αλλά υφίσταται.
Τίθενται εν αμφιβόλω και τα σχέδια των τραπεζών για κερδοφορία το 2015, εξαιτίας του αυξημένου κόστους δανεισμού.
Πιο σημαντικό ζήτημα είναι, όμως, εάν εγκαίρως η χώρα θα είναι έτοιμη να επωφεληθεί από τις όποιες αποφάσεις της ΕΚΤ για ποσοτική χαλάρωση. Όπως σχολιάζει ο ξένος Τύπος, ο Μ. Ντράγκι θα παρακολουθεί την Ελλάδα, διαμορφώνοντας το πρόγραμμα, και όπως υποστηρίζουν οικονομικοί παράγοντες, η οικονομία θα καθορίσει εάν η ΕΚΤ θα προχωρήσει στην ποσοτική χαλάρωση, αλλά η πολιτική θα καθορίσει τις λεπτομέρειές του.
Στην αρχή οι δύο ελληνικές συστημικές τράπεζες, η Alpha Bank και η Eurobank, υπέβαλαν αίτημα προς την Τράπεζα της Ελλάδας προκειμένου να αντλήσουν ρευστότητα, μέσω του έκτακτου μηχανισμού παροχής ρευστότητας, ELA (Emergency Liquidity Assistance), και ακολούθησαν και οι άλλες συστημικές τράπεζες σε αντίστοιχες ενέργειες άμεσα. Το πρώτο αίτημα υποβλήθηκε την Πέμπτη το βράδυ και σύμφωνα με πληροφορίες, αφορούσε το ποσό των 5 δισ. ευρώ που για να γίνει δεκτό, απαιτεί την έγκριση της ΕΚΤ, η οποία αναμένεται μέσα στην εβδομάδα. Στην κλιμάκωση των αναγκών ρευστότητας συμβάλλουν οι συνθήκες που διαμορφώνουν οι πολιτικές εξελίξεις, οι εξελίξεις στο ελβετικό «μέτωπο» και οι αυξημένες πιέσεις για κάλυψη εκδόσεων εντόκων γραμματίων.
Ωστόσο οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες και η ΤτΕ κατέθεσε επίσημο αίτημα στην ΕΚΤ και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, ακολούθησαν δηλαδή και η Πειραιώς με την Εθνική.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το ποσό που ζήτησαν προληπτικά οι τέσσερις τράπεζες υπερβαίνει κατά πολύ το αρχικό ποσό των 5 δισ. που είχε ακουστεί αρχικά. Ωστόσο, τραπεζικά στελέχη απέφευγαν να τοποθετηθούν με συγκεκριμένα νούμερα προκειμένου να μη δημιουργήσουν πανικό στην αγορά. Τόνιζαν μάλιστα ότι η κίνηση αυτή είναι καθαρά αμυντική και προληπτική, για να προλάβουν δηλαδή το πλήρες στέγνωμα της αγοράς. Συνιστούσαν δε ψυχραιμία προκειμένου να μη φύγουν κι άλλες καταθέσεις από τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια.
Γιατί τώρα;
Ο τράπεζες καταφεύγουν στον έκτακτο μηχανισμό όταν δεν μπορούν να αντλήσουν ρευστότητα από τη βασική χρηματοδότηση της ΕΚΤ διότι έχουν εξαντλήσει τις εγγυήσεις. Αν και μέχρι στιγμής δεν καταγράφονται αναλήψεις σε ανησυχητικό ρυθμό, αλλά κυρίως επειδή δεν είναι ξεκάθαρο τι θα γίνει στο τέλος Φεβρουαρίου, όταν η ΕΚΤ δεν θα κάνει δεκτά τα ομολόγα που έχουν ως ενέχυρο, οι ελληνικές τράπεζες προετοιμάζονται. Τραπεζικοί παράγοντες εμφανίζονται καθησυχαστικοί, τονίζοντας πως δεν ζούμε μέρες του 2012, καθώς και ότι ίσως τελικά να μην απαιτηθεί η χρήση της βοηθητικής γραμμής του ELA, εάν η κατάσταση εξομαλυνθεί μετά τις εκλογές.
Τι σημαίνει η προσφυγή στον ELA
Οι τράπεζες αντλούν ρευστότητά μέσα από την καταθετική τους βάση και καθώς δεν είναι δυνατόν να προσφύγουν στις αγορές, δανείζονται μέσω ΕΚΤ ή από τον ELA. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ έχει φθάσει τα 44,2 δισ. ευρώ, ποσό που σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις έχει αυξηθεί, τελευταία. Η ΕΚΤ δανείζει τις ελληνικές τράπεζες, στη βάση εγγυήσεων, με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο (0,05%). Εάν συνεκτιμηθεί μια μορφή προμήθειας που δίνουν οι τράπεζες στο Δημόσιο για τις εγγυήσεις που τους παρέχει, ο δανεισμός μέσω της ΕΚΤ κοστίζει στις τράπεζες περίπου 1,05%.
Οι εγγυήσεις αυτές αποτελούν τα ενέχυρα προς ΕΚΤ και ΕLA προκειμένου οι τράπεζες να μπορέσουν να δανειστούν, και με δεδομένο ότι η ΕΚΤ δεν θα κάνει τις εγγυήσεις αυτές δεκτές μετά το τέλος Φεβρουαρίου, οι τράπεζες καλούνται να βρουν νέες εγγυήσεις υψηλότερης διαβάθμισης, χωρίς να έχει βρεθεί ακόμη λύση.
Το κόστος δανεισμού μέσω ELA διαμορφώνεται στο 1,55% σε επίπεδο επιτοκίου συν τις 100 μονάδες βάσης, εξαιτίας της προμήθειας , επομένως «σκαρφαλώνει» στο 2,55%. Ελλάδα και Κύπρος έλαβαν παράταση έξι μηνών, έως το τέλος Ιουνίου για τη δυνατότητα χρηματοδότησής τους μέσω ELA, που δέχεται χαμηλότερης διαβάθμισης εγγυήσεις. Πρόκειται για τις εγγυήσεις του «προγράμματος Αλογοσκούφη», (Πυλώνες 1,2,3), βάσει των οποίων οι τράπεζες εκδίδουν ομόλογα με την εγγύηση του Δημοσίου προκειμένου να τα θέσουν ως ενέχυρα για τη χρηματοδότησή τους, ή το Δημόσιο εκδίδει ειδικά ομόλογα χωρίς κουπόνι και τα δίνει στις τράπεζες για τον ίδιο σκοπό.
Αυτά τα ομόλογα θα πρέπει να αντικατασταθούν με εγγυήσεις υψηλότερης διαβάθμισης για τη χρηματοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω της ΕΚΤ με μία ακόμη προϋπόθεση: Η χώρα να βρίσκεται σε πρόγραμμα προσαρμογής.
Κριτήριο που περιπλέκει τα πράγματα, αφού καθιστά πιεστική την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την τρόικα, τα ήδη υπάρχοντα ομόλογα ισχύουν μέχρι και την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου και με δεδομένες τις πολιτικές εξελίξεις, οι ημερομηνίες είναι ασφυκτικές.
Οι επιπτώσεις
Η προσφυγή στον ELA δημιουργεί σειρά προβλημάτων στις τράπεζες αλλά και στη δυναμική ανάκαμψης της οικονομίας.
Το κόστος των τραπεζών θα αυξηθεί σημαντικά και η ψαλίδα των επιτοκίων μεταξύ καταθέσεων χορηγήσεων θα διευρυνθεί, εξέλιξη που περιορίζει τα κεφάλαια που μπορούν να διατεθούν στην οικονομία για ανάπτυξη. Το πρόβλημα αυτό εντείνεται και από τον περιορισμό των καταθέσεων, που μπορεί μέχρι τώρα να μη χαρακτηρίζεται εκτεταμένος, αλλά υφίσταται.
Τίθενται εν αμφιβόλω και τα σχέδια των τραπεζών για κερδοφορία το 2015, εξαιτίας του αυξημένου κόστους δανεισμού.
Πιο σημαντικό ζήτημα είναι, όμως, εάν εγκαίρως η χώρα θα είναι έτοιμη να επωφεληθεί από τις όποιες αποφάσεις της ΕΚΤ για ποσοτική χαλάρωση. Όπως σχολιάζει ο ξένος Τύπος, ο Μ. Ντράγκι θα παρακολουθεί την Ελλάδα, διαμορφώνοντας το πρόγραμμα, και όπως υποστηρίζουν οικονομικοί παράγοντες, η οικονομία θα καθορίσει εάν η ΕΚΤ θα προχωρήσει στην ποσοτική χαλάρωση, αλλά η πολιτική θα καθορίσει τις λεπτομέρειές του.